Monsanto Company Inc.
Βιομηχανία χημικών και πλαστικών,
Φαρμακοβιομηχανία, Αγροτική βιομηχανία.
Πολυεθνική με έδρα το Missouri των ΗΠΑ.
Πρώτο προϊόν, που παρήγαγε, υπήρξε η τεχνητή γλυκαντική ουσία, ζαχαρίνη την οποία και πούλησε στην Coca Cola.
Τις δεκαετίες 1940 και 1950, βοήθησε εκτενώς στην κατασκευή των πρώτων πυρηνικών όπλων.
Κορυφαίος παραγωγός πλαστικών (συνθετικές ίνες, πολυστυρένιο), παραμένοντας έκτοτε μεταξύ των μεγαλύτερων χημικών βιομηχανιών ανά τον κόσμο.
To 1944 η Monsanto και άλλες 15 εταιρείες ξεκίνησαν την παραγωγή του εντομοκτόνου DDT (μη βιοδιασπώμενο), το οποίο απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ το 1972, λόγω υψηλής τοξικότητας.
Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα), χημικού όπλου (φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης), που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Το 1970 δημιούργησε τη ζιζανιοκτόνο ουσία glyphosate (γλυφοσικό οξύ), γνωστή με την εμπορική ονομασία Roundup. Eίναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα σε χρήση τοξικά ζιζανιοκτόνα.
Μέχρι το 1977, η Monsanto παρήγαγε το 99% των PCBs (πολυχλωριωμένα διφαινύλια), χημικές ουσίες, που χρησιμοποιούνταν ευρέως από την αμερικανική βιομηχανία ως διηλεκτρικά και ψυκτικά υγρά (μη διασπώμενοι οργανικοί ρύποι, που προκαλούν καρκίνους και πλήθος άλλων διαταραχών).
Το 1982 επιστήμονες της Monsanto κατόρθωσαν την πρώτη γενετική τροποποίηση φυτικού κυττάρου, και πέντε χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δοκιμές γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
To 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST), τροποποιώντας γενετικά την πεπτιδική ορμόνη BST. Η Monsanto υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης θα αύξαινε την παραγωγή γάλακτος, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων.
Το 2009 το 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Monsanto αφορούσαν την γραμμή παραγωγής προϊόντων Roundup, καθώς εκτός από το ζιζανιοκτόνο, η εταιρεία προχώρησε στην παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων, ανθεκτικών στο γλυφοσικό οξύ, με την εμπορική ονομασία, Roundup Ready.
Σύμφωνα με τη Monsanto, η συνδυαστική χρήση των σπόρων με το αντίστοιχο ζιζανιοκτόνο επιτρέπει στους καλλιεργητές να σπείρουν, χωρίς να διατηρήσουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών, μεγιστοποιώντας την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σήμερα στις ΗΠΑ το 90% της καλλιέργειας αραβοσίτου, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης(canola) είναι ανθεκτική στο γλυφοσικό οξύ και επομένως έχει υποστεί γενετική μετάλλαξη.
Η εταιρεία κατοχυρώνει και ανανεώνει διαρκώς (ήδη κατοχυρωμένες) πατέντες γενετικά τροποποιημένων σπόρων, που εμφανίζουν φυσική αντίσταση σε ιούς και ζιζανιοκτόνα, αξιώνοντας, παράλληλα, την αποζημίωση της οποτεδήποτε γίνεται χρήση της τεχνολογίας της. Η καλλιέργεια της γης δεν υπακούει πλέον αποκλειστικά στους νόμους της φύσης.
Με αυτόν τον τρόπο αφενός ορισμένα είδη θεωρούνται πλέον ιδιοκτησία της Monsanto, αφετέρου οι καλλιεργητές υπογράφουν συμβόλαια με την εταιρεία, τα οποία τους δεσμεύουν και για τις μελλοντικές σπορές τους. Οι αγοραστές των σπόρων καλούνται να τους χρησιμοποιούν μία και μόνο φορά, καθώς ο σπόρος που προκύπτει μετά την πρώτη σπορά, θεωρείται και πάλι ιδιοκτησία της Monsanto, όπως άλλωστε και ο σπόρος ενός φυτού, στο όποιο έχει γίνει χρήση λιπάσματός της.
Από τα παραπάνω προκύπτει, πως η μεγαλύτερη πολυεθνική στην αγορά μεταλλαγμένων σπόρων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής, αν όχι παγκόσμιας, νομοθεσίας για την παραγωγή και τη διάθεση των μεταλλαγμένων.
Η νομοθεσία της ΕΕ, με τα κενά και τα παράθυρα που αφήνει, διευκολύνει την προώθηση των μεταλλαγμένων. Η ιχνηλασιμότητα και σήμανση δεν εφαρμόζεται για τα κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ προωθεί τις «ελεύθερες ζώνες» καλλιέργειας που δεν αποτρέπουν την επιμόλυνση της συμβατικής και βιολογικής γεωργίας από ΓΤΟ. Επίσης ανέχεται κατώτατο όριο επιμόλυνσης σπόρων και τροφίμων αντί για μηδενική ανοχή και αρνείται να εφαρμόζει Διεθνές Πρωτόκολλο για τη Βιοασφάλεια παρ’ ότι το έχει εγκρίνει ως ΕΕ.